καρποφορήσει

καρποφορήσει
καρποφορέω
bear fruit
aor subj act 3rd sg (epic)
καρποφορέω
bear fruit
fut ind mid 2nd sg
καρποφορέω
bear fruit
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαρποφόρητος — η, ο [καρποφορώ] 1. αυτός που δεν έχει αποδώσει καρπούς ή που δεν μπορεί να καρποφορήσει 2. ο ανώφελος, εκείνος που μένει χωρίς αποτέλεσμα …   Dictionary of Greek

  • απαμβλίσκω — ἀπαμβλίσκω (Α) 1. κάνω κάτι να μη τελεσφορήσει, να μη καρποφορήσει 2. (αμτβ.) (για γυναίκα) κάνω αποβολή, αποβάλλω …   Dictionary of Greek

  • καρπίζω — (I) (Α καρπίζω) [καρπός (Ι)] μέσ. καρπίζομαι (σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.) νεοελλ. 1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ 2. φέρω αποτέλεσμα 3. κάνω κάτι να καρποφορήσει αρχ. 1. (ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • καρποβλαστώ — καρποβλαστῶ, έω (Μ) κάνω κάτι να καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βλαστῶ] …   Dictionary of Greek

  • νεραντζοπούλα — η μικρή νεραντζιά που δεν έχει ακόμη καρποφορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεραντζιά + συνδετικό φωνήεν ο + υποκορ. κατάλ. πούλα, θηλ. τής κατάλ. πουλος*] …   Dictionary of Greek

  • φυτεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος. * * * η, Ν 1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά… …   Dictionary of Greek

  • Λούρια, Σαλβαντόρ — (Salvador Luria, Τορίνο, Ιταλία 1912 – 1991). Αμερικανός βιολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Τορίνο και συνέχισε διεξάγοντας έρευνες αρχικά στο Παρίσι (1938 40) και αργότερα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ακάρπιστος — η, ο αυτός που δεν καρποφόρησε ή δεν μπορεί να καρποφορήσει: Από την ξηρασία τα χωράφια θα μείνουν ακάρπιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονιμοποιώ — γονιμοποίησα, γονιμοποιήθηκα, γονιμοποιημένος, καθιστώ κάτι γόνιμο, το κάνω να καρποφορήσει: Οι μέλισσες μεταφέρουν τη γύρη που γονιμοποιεί τα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”